- φρεσσίλυτος
- φρεσσίλῠτος [pron. full] [ῐ], ον,A mad, Stud.Ital.2(1922).394 (Phalasarna, iv B. C., amulet).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρεσσίλυτος — ὁ, Α μανιακός, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρεσί, δοτ. πληθ. της λ. φρήν, φρενός + λυτος (< λυτός < λύω), πρβλ. νεό λυτος. Τα σσ τού τ. για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek